Ινομυώματα της μήτρας
Τα ινομυώματα της μήτρας είναι οι πιο συχνοί γυναικολογικοί όγκοι, που σε ορισμένες μελέτες αφορούν μέχρι και το 70-80% των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας. Η θεραπεία τους είναι εξατομικευμένη και βασίζεται στα συμπτώματα, στη θέση και στο μέγεθός τους και στην επιθυμία της γυναίκας για μελλοντική γονιμότητα
Η συντριπτική πλειοψηφία των ινομυωμάτων είναι ασυμπτωματική. Το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα είναι η ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας. Ο μηχανισμός των αιμορραγιών που οφείλονται στην παρουσία ινομυωμάτων δεν είναι επακριβώς γνωστός. Πιθανολογούνται όμως παράγοντες όπως αγγειακά ελλείμματα, η υποβλεννογόνια εντόπιση του όγκου και διαταραχές αιμόστασης του ενδομητρίου. Συχνή είναι σε περιπτώσεις παρατεταμένης μηνορραγίας, η σιδηροπενική αναιμία. Το πυελικό άλγος γενικά είναι σπάνιο, και συνήθως αφορά περιπτώσεις εκφύλισης, συστροφής και πιθανότατα συνυπάρχουσας αδενομύωσης .Άλλα συμπτώματα που μπορούν να συνυπάρχουν είναι το αίσθημα πίεσης στην πύελο, δυσκοιλιότητα, αίσθημα έπειξης για ούρηση και συχνουρία.
Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ινομυώματα και πυελικό άλγος, πρέπει οπωσδήποτε να ερευνάται το ενδεχόμενο σαρκωματώδους εξαλλαγής.
Ινομυώματα και υπογονιμότητα
Τα ινομυώματα ευθύνονται για μικρό ποσοστό των περιπτώσεων υπογονιμότητας
Διαταραχή της συσταλτικότητας του μυομητρίου, εστιακές διαταραχές αγγείωσης του ενδομητρίου, φλεγμονή του ενδομητρίου, έκκριση αγγειοδραστικών παραγόντων ή ενισχυμένο ανδρογονικό ενδομητρικό περιβάλλον. Μελέτες σε γυναίκες που υποβάλλονται σε IVF, έχουν δείξει ότι ινομυώματα υποβλεννογόνια ή ενδοτοιχωματικά που παραμορφώνουν την ενδομητρική κοιλότητα, σχετίζονται με χαμηλότερα ποσοστά εμφύτευσης και κύησης
Ινομυώματα και κύηση
Έχει υπολογιστεί ότι στο 4-5% των γυναικών που υποβάλλονται σε προγεννητικό υπερηχογραφικό έλεγχο, ανακαλύπτεται η ύπαρξη ινομυωμάτων. Το 80% των ινομυωμάτων διατηρούν το μέγεθός τους στη διάρκεια της κύησης. Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για την επίδραση των ινομυωμάτων στην κύηση. Ο κίνδυνος και ο τύπος της επιπλοκής που προκαλούν τα ινομυώματα στην κύηση, εξαρτάται από το μέγεθος, τον αριθμό και την εντόπιση των όγκων.Αν ο πλακούντας εμφυτευτεί πάνω ή κοντά σε κάποιο ινομύωμα, υπάρχει ο κίνδυνος αποβολής, πρόωρου τοκετού, πρόωρης αποκόλλησης, πρόωρης ρήξης των υμένων ή ενδομήτριας καθυστέρησης της ανάπτυξης. Ινομυώματα που εντοπίζονται στο κατώτερο σημείο της μήτρας, αυξάνουν την πιθανότητα δυσαναλογίας στον τοκετό, καισαρικής τομής και αιμορραγίας μετά τον τοκετό.Ινομυωματεκτομή πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της κύησης, ή στην καισαρική τομή, λόγω ιδιαιτέρως αυξημένου κινδύνου αιμορραγίας. Εξαίρεση αποτελούν συμπτωματικά υποορογόνια ινομυώματα με λεπτή βάση ή μίσχο
Ινομυώματα και εμμηνόμαυση
Συνήθως τα ινομυώματα συρρικνώνονται περίπου στο 50% του όγκου τους σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, προκαλεί αύξηση του μεγέθους των ινομυωμάτων, χωρίς όμως να προκαλούν συμπτώματα. Η επίδραση αυτή των ορμονών επικεντρώνεται στα 2 πρώτα χρόνια χορήγησης, και τον τρίτο χρόνο παρατηρείται μείωση του μεγέθους των όγκων
Ινομυώματα και λειομυοσαρκάματα
Τα σαρκώματα της μήτρας είναι σπάνια και συμβαίνουν σε 1,7 ανά 100000 γυναίκες άνω των 20 ετών. Αντιπροσωπεύουν το 1,2-6% του συνόλου των κακοηθειών της μήτρας. Μέση ηλικία εμφάνισης: 44-57 έτη. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κολπική αιμόρροια, άλγος, διόγκωση κοιλιακής χώρας και κολπική υπερέκκριση. Ταχέως αυξανόμενη μάζα σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση συνιστά την ύπαρξη λειομυωσαρκώματος, παρά ινομυώματος. Οι όγκοι αυτοί είναι πιο μαλακοί λόγω νέκρωσης των ιστών, κυστικής εκφύλισης και αιμορραγίας.
Η προεγχειρητική διάγνωση των λειομυσαρκωμάτων της μήτρας είναι ασυνήθης. Η MRI είναι μια μέθοδος που φαίνεται να έχει την δυνατότητα διαφορικής διάγνωσης των σαρκωμάτων από τα καλοήθη ινομυώματα. Η πιθανότητα σαρκωματώδους εξαλλαγής ενός ινομυώματος, δεν αποτελεί ένδειξη για την επιλογή της χειρουργικής θεραπείας σε ασυμπτωματικούς όγκους, δεδομένου ότι η επίπτωση της τυχαίας ανεύρεσης σαρκωμάτων στα περασκευάσματα της υστερεκτομίας ή ινομυωματεκτομίας είναι 1: 2000.Η χειρουργική αντιμετώπιση που ενδείκνυται είναι η κοιλιακή υστερεκτομία με αμφοτερόπλευρη εξαρτηματεκτομία. Αυτοί οι όγκοι έχουν τάση αιματογενούς διασποράς. Η επίπτωση της λεμφαδενικής μετάστασης κατά τον χρόνο της διάγνωσης είναι μικρότερη από 5%. Η λεμφαδενεκτομία δεν φαίνεται να επηρεάζει την επιβίωση. Σήμερα, με τις καλύτερες μεθόδους αντιμετώπισης, η επιβίωση είναι περίπου 50% στο στάδιο Ι.
Φαρμακευτική αντιμετώπιση
ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΠΤΙΚΑ, (συνδυασμός οιστρογόνων – προγεστερόνης ή μόνο προγεσταγόνα) χρησιμοποιούνται ευρέως για τον έλεγχο των ανωμαλιών της εμμήνου ρύσεως. Αυτά τα φάρμακα συχνά αποτελούν τη θεραπεία πρώτης γραμμής για τις αιμορραγίες της μήτρας και για την επώδυνη εμμηνορυσία, ανεξάρτητα από την παρουσία ινομυωμάτων
ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ GnRH,
προκαλούν αμηνόρροια στις περισσότερες γυναίκες και παρέχουν κατά 35-65% μείωση του όγκου των ινομυωμάτων μέσα σε 3 μήνες από την έναρξη της θεραπείας. Τα αποτελέσματα της θεραπείας με GnRH αγωνιστές είναι προσωρινά, με σταδιακή αύξηση του μεγέθους των όγκων μέσα σε μερικούς μήνες από τον τερματισμό της θεραπείας.
Επιπρόσθετα, τα σημαντικά συμπτώματα της ιατρογενούς εμμηνόπαυσης και η δυσμενής επίδραση του υποοιστρογονισμού στην οστική μάζα, περιορίζουν τη χρήση της θεραπείας μέχρι 6 μήνες
ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΑΡΩΜΑΤΑΣΗΣ
εμποδίζουν την ωοθηκική και περιφερική παραγωγή οιστρογόνων και μειώνουν τα επίπεδα της οιστραδιόλης μετά από 24 ώρες θεραπείας. Έχουν λιγότερες παρενέργειες από τους GnRH αγωνιστές, αλλά και ταχύτερη δράση.
Χειρουργική θεραπεία
ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΙΝΟΜΥΩΜΑΤΕΚΤΟΜΙΑ (ΕΚΠΥΡΗΝΙΣΗ
Τα ινομυώματα μπορούν να αφαιρεθούν με λαπαροσκόπηση, με στόχο τη μείωση της παραμονής στο νοσοκομείο και την ταχύτερη μετεγχειρητική προσαρμογή. Οι προκλήσεις αυτής της προσέγγισης είναι η αφαίρεση των όγκων από μια μικρή τομή και η αποκατάσταση της μήτρας. Συγκρινόμενη με τη λαπαροτομία, η λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομία έχει μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά έχει ταχύτερη ανάρρωση
Ο κίνδυνος υποτροπής των ινομυωμάτων αναφέρεται στο 33% στους επόμενους 27 μήνες από την επέμβαση